- προεμβάζω
- Ν [εμβάζω]στέλνω προηγουμένως χρήματα με τραπεζική ή ταχυδρομική επιταγή, εμβάζω προκαταβολικά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προέμβασμα — το, Ν [προεμβάζω] το χρηματικό ποσό που στέλνεται εκ τών προτέρων με τραπεζική ή ταχυδρομική επιταγή, προκαταβολικό έμβασμα … Dictionary of Greek